segado - ορισμός. Τι είναι το segado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι segado - ορισμός


segado      
Sinónimos
adjetivo
siega      
sust. fem.
1) Acción y efecto de segar.
2) Tiempo en que se siega.
3) Mieses segadas.
resegar      
resegar (del lat. "resecare", cortar)
1 intr. *Segar nuevamente el heno ya segado.
2 Cortar a ras del suelo los *tocones que han quedado al cortar los *árboles.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για segado
1. El siniestro también ha segado las vidas de ciudadanos de otras diez nacionalidades.
2. La Junta de Castilla y León ya ha iniciado la quema de las parcelas de cereal segado infestadas de topillos.
3. No sabían que podía ser eso, ahora lo piensan". Fuego en el cereal segado En Fresno el Viejo (Valladolid) el topillo ha hecho de las suyas.
4. Otro atentado brutal ha segado la vida de Raúl Centeno y Fernando Trapero, dos guardias civiles que también se preparaban para recibir el año Nuevo.
5. Este acto infame ha segado la vida a 12 niños y seis mujeres", declaró un portavoz de la oficina del primer ministro en un comunicado facilitado por la agencia France Presse.
Τι είναι segado - ορισμός